Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

bum about


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο about παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: bum
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: about, around

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
about prep (quantity: approximately)περίπου επίρ
  γύρω επίρ
  (καθομιλουμένη)πάνω κάτω φρ ως επίρ
 There were about fifteen people in our tour group.
 Το γκρουπ μας είχε περίπου δεκαπέντε άτομα.
 Το γκρουπ μας είχε γύρω στα δεκαπέντε άτομα.
about prep (time: close to, more or less)περίπου επίρ
  κατά πρόθ
  γύρω επίρ
 I heard a crash at about ten o'clock last night.
 Άκουσα έναν κρότο περίπου στις δέκα χθες το βράδυ.
 Άκουσα έναν κρότο κατά τις δέκα χθες το βράδυ.
 Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ.
about prep (on the subject of)αφορώ ρ μ
  με θέμα περίφρ
  (καθομιλουμένη)για πρόθ
 I went to the library to look for a book about insects.
 Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα.
be about [sth/sb] v expr (be on the subject of)αφορώ ρ μ
  αναφέρομαι σε κτ/κπ ρ αμ + ρπόθ
  (συνήθως βιβλίο)μιλάω για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
 My presentation is about the effects of alcohol.
 This book is about a king who loses his crown.
about prep (of, concerning)σχετικά με έκφρ
  (καθομιλουμένη)για πρόθ
  όσον αφορά έκφρ
 What do you think about the president's speech?
 Ποια είναι η άποψή σου σχετικά με τον λόγο του προέδρου;
 Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου;
about adv mainly UK (all around)ολόγυρα επίρ
  τριγύρω επίρ
 She was sitting at her desk, books lying all about.
 Καθόταν στο γραφείο της με βιβλία πεταμένα ολόγυρα.
 Καθόταν στο γραφείο της με βιβλία πεταμένα τριγύρω.
about adv mainly UK (from one spot to another)πέρα δώθε φρ ως επίρ
 He was dancing about, waving his lottery ticket in the air.
 Χοροπηδούσε πέρα δώθε, κουνώντας το λαχείο του στον αέρα.
be about to do [sth] v expr (on the point of doing)έτοιμος επίθ
  ετοιμάζομαι να περίφρ
 I was just about to step into the bath when the doorbell rang.
 Ήμουν έτοιμος να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.
 Ετοιμαζόμουν να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
about (UK),
around (US)
adv
(in the opposing direction)από την άλλη πλευρά, από την άλλη περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 He whirled about and saw that his girlfriend was behind him.
about (UK),
around (US)
adv
(in circumference)σε περίμετρο περίφρ
  που έχει περίμετρο περίφρ
 The lake is approximately three miles about.
 Η λίμνη έχει περίμετρο περίπου τρία μίλια.
about adv (prevalent)κυκλοφορώ ρ αμ
 There are lots of cases of the measles about.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την άνοιξη κυκλοφορούν πολλές ιώσεις.
about prep (of the nature of [sth])έχει κάτι ρ έκφρ
 There's something about his voice that makes me nervous.
 Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα.
about prep (surrounding)γύρω, τριγύρω επίρ
 There were shots all about us.
about prep mainly UK (near to)κοντά σε επίρ + πρόθ
  γύρω από επίρ + πρόθ
 There are lots of trees about the house and garden.
be about vi phrasal informal (be present, in the vicinity)είμαι εδώ, είμαι παρών περίφρ
  είμαι στην περιοχή περίφρ
  υπάρχω ρ αμ
 Not many people are about today.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
around prep (surrounding)γύρω από, τριγύρω από επίρ + πρόθ
 They put a fence around the swimming pool.
 Έβαλαν φράχτη γύρω από την πισίνα.
around prep (in a circle about [sth])γύρω από, τριγύρω από επίρ + πρόθ
 They sat around the table wondering what to do next.
 Κάθισαν γύρω από το τραπέζι κι αναρωτιόνταν τι θα έκαναν στη συνέχεια.
around,
also UK: about
prep
(encircling)γύρω από επίρ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)σε πρόθ
 Put the belt around your waist and then fasten it.
 Βάλε τη ζώνη γύρω από τη μέση σου και κούμπωσέ την.
 Βάλε τη ζώνη στη μέση σου και κούμπωσέ την.
around,
also UK: about
prep
(all over, from place to place) (από μέρος σε μέρος)σε όλο περίφρ
  παντού επίρ
 She travels around the country for her job.
 Ταξιδεύει σε όλη τη χώρα για τη δουλειά της.
 Ταξιδεύει παντού στη χώρα για τη δουλειά της.
around prep (in all directions)γύρω από, τριγύρω από επίρ + πρόθ
 There were roads leading off all around the house.
around,
also UK: about
prep
(scattered through) (σκόρπια)γύρω, τριγύρω επίρ
 Books were spread all around the room.
 Βιβλία ήταν απλωμένα παντού γύρω (or: τριγύρω) στο δωμάτιο.
around,
also UK: about
prep
(time: approximately) (περίπου: χρόνος)γύρω σε επίρ + πρόθ
  κατά πρόθ
 I'll see you around three o'clock.
 Θα τα πούμε γύρω στις τρεις.
 Θα τα πούμε κατά τις τρεις.
around,
also UK: about
adv
(in a ring, circle) (σε κύκλο)τριγύρω επίρ
  (καθομιλουμένη)γύρω-γύρω φρ ως επίρ
 The dog ran around and around trying to catch its tail.
 Ο σκύλος έτρεχε τριγύρω προσπαθώντας να πιάσει την ουρά του.
 Ο σκύλος έτρεχε γύρω γύρω προσπαθώντας να πιάσει την ουρά του.
around,
also UK: about
adv
(in all directions) (προς κάθε κατεύθυνση)γύρω, τριγύρω επίρ
 The guard entered the square and glanced around to see if any enemies were near.
 Ο φύλακας βγήκε στην πλατεία και κοίταξε τριγύρω για να δει αν υπάρχουν εχθροί εκεί κοντά.
around adv (with a circular course)γύρω επίρ
  (καθομιλουμένη)γύρω-γύρω φρ ως επίρ
 The earth turns around on its axis.
 Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
around,
also UK: about
adv
(size, amount: approximately)περίπου επίρ
  γύρω σε επίρ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)χονδρικά επίρ
  (επίσημο)κατά προσέγγιση φρ ως επίρ
 It's around three inches tall and an inch wide.
 Έχει περίπου τρεις ίντσες ύψος και μία πλάτος.
 Έχει γύρω στις τρεις ίντσες ύψος και μία πλάτος.
 Έχει χονδρικά τρεις ίντσες ύψος και μία πλάτος.
 Έχει τρεις ίντσες ύψος και μία πλάτος κατά προσέγγιση.
around,
also UK: about
prep
(quantity: approximately)περίπου επίρ
  στο περίπου, κατά προσέγγιση φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)χονδρικά, χοντρικά επίρ
 It takes around 60 gallons of water to grow one avocado.
around,
also UK: about
adj
informal (in existence)υπάρχω ρ αμ
 Plastic chairs have been around for thirty years.
 Οι πλαστικές καρέκλες υπάρχουν εδώ και τριάντα χρόνια.
around,
also UK: about
adj
informal (present, nearby)κοντά επίρ
  (εδώ που βρίσκομαι)εδώ γύρω φρ ως επίρ
  (όχι κοντά σε μένα)εκεί γύρω φρ ως επίρ
 Is she around? I want to ask her something.
around,
also UK: about
adv
(on every side) (σε κάθε πλευρά)τριγύρω, ολόγυρα επίρ
  (καθομιλουμένη)γύρω γύρω επίρ
 It's a beautiful house with trees all around.
 Είναι ένα όμορφο σπίτι με δέντρα τριγύρω (or: ολόγυρα).
 Είναι ένα όμορφο σπίτι με δέντρα γύρω γύρω.
around,
also UK: about
adv
(in circumference)περίμετρος, περιφέρεια ουσ θηλ
 The vase is ten centimetres around.
 Το βάζο έχει περίμετρο (or: περιφέρεια) δέκα εκατοστά.
around,
also UK: about
adv
(surrounding a place)τριγύρω, γύρω επίρ
  στην περιοχή περίφρ
  εδώ γύρω περίφρ
 There are lots of shops around.
around,
also UK: about
adv
used in compounds (in circulation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 There are rumours going around.
 Κυκλοφορούν φήμες.
around adv (with roundabout direction)γύρω επίρ
 The road goes around to the orchard.
around adv (in a circuit)σε τροχιά, σε κύκλο φρ ως επίρ
 The crowd watched with excitement as the cars raced around.
around,
also UK: round
adv
(over: to a certain place) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 She came around to my house.
 I drove round to the office to pick up some files.
 Ήρθε σπίτι μου. // Πήγα με το αυτοκίνητο στο γραφείο για να πάρω κάτι φακέλους.
around prep (in, near)κάπου επίρ
  κάπου κοντά φρ ως επίθ
  σε πρόθ
 Is James around the office somewhere?
 Είναι ο Τζέιμς κάπου στο γραφείο;
 Είναι ο Τζέιμς στο γραφείο;
around prep (to various parts of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 We should go around town and put posters up.
 Καλό θα ήταν να γυρίσουμε την πόλη και να κρεμάσουμε αφίσες.
around prep (centred on) (μεταφορικά)γύρω από επίρ + πρόθ
 The course is organized around important historical events.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
about | around
ΑγγλικάΕλληνικά
arse about,
arse around
vi phrasal
vulgar, informal, UK (behave in a frivolous way)χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ
bandy [sth] about,
bandy about [sth],
bandy [sth] around,
bandy around [sth]
vtr phrasal sep
(spread ideas about [sth/sb])διαδίδω ρ μ
bang around,
also UK: bang about
vi phrasal
(move about clumsily)περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση. Δίδεται η ερμηνεία του όρου για ευκολότερη απόδοση.
 The baby woke up in the middle of the night, crying, because Joe was banging around in the kitchen.
bang on about [sth] vi phrasal + prep UK, informal (talk insistently about [sth])μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ ρ αμ + πρόθ
  φλυαρώ για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)δεν βάζω γλώσσα μέσα για κτ έκφρ
 Tanya is always banging on about how awful her boss is.
 Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της.
bat [sth] around,
also UK: bat [sth] about
vtr phrasal sep
figurative, informal (discuss casually) (κάποιο θέμα)κουβεντιάζω ρ μ
be on about [sth] vi phrasal + prep UK, slang (talk incessantly) (καθομιλουμένη)τσαμπουνάω ρ αμ
 What on earth are you on about?
 Τι στο καλό μου τσαμπουνάς;
beat about vi phrasal (search thoroughly, scour)ψάχνω ρ μ
blunder about,
blunder around
vi phrasal
(move clumsily)κινούμαι αδέξια ρ αμ + επίρ
Σχόλιο: Το ρήμα «κινούμαι» μπορεί να αντικατασταθεί με άλλο κατάλληλο ρήμα που δηλώνει κίνηση.
boss [sb] around,
boss around [sb],
also UK: boss [sb] about,
boss about [sb]
vtr phrasal sep
informal (order about)διατάζω ρ μ
  δίνω διαταγές σε κπ περίφρ
  διατάζω τους πάντες περίφρ
 My manager likes to boss people around.
 Στο διευθυντή μου αρέσει να δίνει διαταγές σε όλους.
bring [sth] about,
bring about [sth]
vtr phrasal sep
(cause)φέρνω, πραγματοποιώ ρ μ
  (όχι για άνθρωπο)έχω ως αποτέλεσμα περίφρ
  οδηγώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  επιφέρω ρ αμ
 He promised that he would bring about change.
 Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές.
button up about [sth] vi phrasal + prep figurative, slang (keep silent)δεν βγάζω λέξη για κτ έκφρ
  δεν λέω τίποτα για κτ έκφρ
  κρατάω το στόμα μου κλειστό για κτ έκφρ
 You'd better button up about the missing cookies.
 Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.
cast about vi phrasal (search)ψάχνω ρ αμ
 As time wore on and Audrey still hadn't found her glasses, she began to cast about desperately.
cast about for [sth] vi phrasal + prep figurative (seek)ψάχνω ρ μ
  αναζητώ ρ μ
  γυρεύω ρ μ
 I'm casting about for some really good example sentences.
clown around,
also UK: clown about
vi phrasal
informal (play the fool, behave in a silly way)χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ
  κάνω τον καραγκιόζη έκφρ
 One can never take him seriously; he's always clowning around.
come about vi phrasal (happen)προκύπτω, συμβαίνω ρ αμ
 Dave's idea to start his own business came about after he lost his job.
 Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του.
come about vi phrasal (nautical: tack)ορτσάρω ρ μ
 The yacht came about.
 Το ιστιοφόρο ορτσάρισε.
cut up about [sth] vi phrasal + prep US, figurative, slang (make jokes about)αστειεύομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)κάνω πλάκα για κτ έκφρ
 The girls were cutting up about their embarrassing parents.
drone on about [sth] vi phrasal + prep (talk boringly about [sth])φλυαρώ για κτ, μακρηγορώ για κτ ρ αμ + πρόθ
  (αργκό: κάποιον)πρήζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
 Clive was droning on about his problems at work.
fart around,
also UK: fart about
vi phrasal
vulgar, informal (spend time foolishly) (αργκό, χυδαίο)μαλακίζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη, άκομψο)κωλοβαράω ρ αμ
fiddle around,
also UK: fiddle about
vi phrasal
informal (waste time doing [sth] trivial)χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ
 He began to fiddle around doing crossword puzzles, but soon noticed his English was improving.
 Άρχισε να χαζολογάει λύνοντας σταυρόλεξα, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι τα Αγγλικά του βελτιώθηκαν.
fiddle around with [sth],
also UK: fiddle about with [sth]
vi phrasal + prep
informal (play absent-mindedly with) (μεταφορικά: με κάτι)παίζω ρ μ
 She fiddled around with the things on her desk while I was talking.
fiddle around with [sth],
also UK: fiddle about with [sth]
vi phrasal + prep
informal (alter or adjust unhelpfully) (μεταφορικά)πειράζω ρ μ
  παίζω ρ αμ
 He loved to fiddle about with old cars, but never actually fixed them up.
flail around,
also UK: flail about
vi phrasal
(thrash about)κουνιέμαι απότομα ρ αμ + επίρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κοπανιέμαι, χτυπιέμαι ρ αμ
float around,
float about
vi phrasal
(idea: widely discussed) (για ιδέα)συζητιέμαι ρ αμ
float around,
float about
vi phrasal
(be somewhere unknown)βρίσκομαι ρ αμ
  περιφέρομαι ρ αμ
  (μεταφορικά: άτομα)βόσκω ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
fool around,
fool about
vi phrasal
informal (act in silly way)παίζω, χαζολογάω ρ αμ
  (καθομιλουμένη, άκομψο)κωλοβαράω ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό)μαλακίζομαι ρ αμ
 The teacher told Bobby to stop fooling around in class.
 Ο δάσκαλος είπε στον Μπόμπι να σταματήσει να χαζολογάει στην τάξη.
fool around,
fool about
vi phrasal
informal (not be productive) (καθομιλουμένη)χασομερώ, χαζολογάω ρ αμ
  (ανεπίσημο, άκομψο)κωλοβαράω ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό)μαλακίζομαι ρ αμ
 The boss doesn't like people fooling around when they should be working.
 Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν.
f*** around,
also UK: f*** about
vi phrasal
vulgar, offensive!!, informal (waste time)χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ ρ αμ
  (μεταφορικά)σκοτώνω την ώρα μου έκφρ
 Stop f***ing about and get on with your work!
 Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τη δουλειά σου!
fumble around,
UK: fumble about
vi phrasal
(do things clumsily)κάνω κτ αδέξια ρ μ + επίρ
  προσπαθώ να κάνω κτ έκφρ
  (μεταφορικά)παλεύω να κάνω κτ έκφρ
  παλεύω με κτ έκφρ
 He's fumbling around in the kitchen; can't you hear the noise?
 Κάτι προσπαθεί να κάνει στην κουζίνα. Δεν ακούς τον θόρυβο;
gad around [sth],
gad about [sth]
vtr phrasal insep
(wander or travel around a place)τριγυρίζω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  περιπλανιέμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 We decided to gad around town for a while.
get around,
also UK: get round,
get about
vi phrasal
informal (circulate)κυκλοφορώ, μαθαίνομαι ρ αμ
 When word got around that she was baking cookies, all the children appeared at her door.
 Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.
go around,
also UK: go round,
go about
vi phrasal
(illness: be transmitted)κυκλοφορώ ρ αμ
 There's a nasty strain of flu going around.
 Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη.
go around,
also UK: go round,
go about
vi phrasal
(be in a state habitually)κάνω ρ αμ
  συμπεριφέρομαι ρ αμ
  (εμφάνιση)κυκλοφορώ ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις.
 He goes around looking filthy.
 She goes about as if she owns the place.
 Συμπεριφέρεται λες και είναι δικό της το μέρος.
 Κυκλοφορεί σαν λέτσος.
go around,
also UK: go round,
go about
vi phrasal
figurative, informal (circulate, spread) (μεταφορικά)κυκλοφορώ ρ αμ
 There's a rumour going round that you're cheating on Tim.
 Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ.
hang around,
also UK: hang about
vi phrasal
informal (loiter) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Για την απόδοση χρησιμοποιείται ρήμα που να δηλώνει παραμονή σε ένα σημείο και να ταιριάζει με το συγκείμενο.
 It's annoying when youths hang around at the bus stop intimidating customers.
 Είναι ενοχλητικό όταν οι νεαροί κάθονται στη στάση και τρομάζουν τους πελάτες.
hang around,
also UK: hang about
vi phrasal
informal (wait, be kept waiting) (καθομιλουμένη)περιμένω ρ αμ
 I hung around for 30 minutes but Steve didn't show up.
hang around with [sb],
also UK: hang about with [sb]
vi phrasal + prep
informal (socialize with [sb](καθομιλουμένη)κάνω παρέα με κπ περίφρ
  συναναστρέφομαι ρ μ
  συναναστρέφομαι με κπ, σχετίζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
  (λόγιο: άτομα κατώτερου επιπέδου)συναγελάζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
 Since Harvey started hanging around with a group of older boys, he is always getting in trouble.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
about | around
ΑγγλικάΕλληνικά
about to become [sth] v expr (on the point of being)που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί έκφρ
 She is about to become the youngest scientist to win the Nobel Prize.
 Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ.
about to happen adj (imminent)που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί έκφρ
 You want me to give you money? That's not about to happen.
 Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
about-face,
also UK: about-turn
n
figurative (policy, opinion: reversal)μεταβολή ουσ θηλ
 Following a strong public outcry, the politician did an about-face regarding his position on global warming.
 Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
about-face,
also UK: about-turn
n
(military: turn)μεταβολή ουσ θηλ
 The soldier did an about-face and marched back into barracks.
about-face,
also UK: about-turn
vi
(military: perform a turn)κάνω μεταβολή ρ μ + ουσ θηλ
 The privates about-turned at their sergeant's command.
about-face,
also UK: about-turn
vi
(turn in opposite direction)κάνω μεταβολή ρ μ + ουσ θηλ
  γυρίζω από την άλλη έκφρ
 When Kai heard a bang behind him, he about-faced and gasped at what he saw.
agonize over [sth],
agonize about [sth],
also UK: agonise over [sth],
agonise about [sth]
vi + prep
(struggle with decision)ταλανίζομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)βασανίζομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (πιο ήπιο)προβληματίζομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (κάτι εμένα)με ταλανίζει, με βασανίζει, με προβληματίζει αντων + ρ μ
 I was very unsure about whether or not to give up my job and I agonised over the decision for weeks.
agree with [sb] about [sth],
agree with [sb] on [sth]
v expr
(have same opinion about)συμφωνώ με κπ για κτ περίφρ
  (αν ακολουθεί αντωνυμία)συμφωνώ μαζί ... για κτ περίφρ
  (επίσημο)είμαι της ίδιας άποψης με κπ για κτ περίφρ
 We all agreed with Jack about the colour of the new chairs.
 Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες.
all about adj (on the topic of)για σύνδ
  σε σχέση με, σχετικά με επίρ
 I want to hear all about your trip.
 Θέλω να ακούσω τα πάντα για το ταξίδι σου.
 Θέλω να ακούσω τα πάντα σχετικά με το ταξίδι σου.
all about adv UK (all around a certain area)γύρω, τριγύρω επίρ
 The pickpocket looked all about to make sure nobody was watching.
all about adj informal (person: very interested in)που ενδιαφέρεται πολύ για κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)που τρελαίνεται για κτ περίφρ
  (μεταφορικά)που αγαπά κτ περίφρ
 When Ben was little, he was all about football, but he's completely lost interest in it now.
angry about [sth],
angry at [sth]
adj + prep
(cross about [sth](με κάτι, για κάτι)θυμώνω ρ αμ
  είμαι θυμωμένος ρ έκφρ
 He was angry about his son's failure.
 Θύμωσε με την αποτυχία του γιου του.
 Ήταν θυμωμένος για την αποτυχία του γιου του.
be anxious about [sth] v expr (be nervous about [sth])αισθάνομαι αγχωμένος για κτ περίφρ
  έχω άγχος για κτ περίφρ
 Claire is anxious about her appointment with the dentist tomorrow.
apathetic towards [sth],
apathetic about [sth]
adj + prep
(indifferent about) (για κτ, μπροστά σε κτ)αδιάφορος επίθ
  (μπροστά σε κτ)απαθής επίθ
 The receptionist seemed apathetic about her job and barely smiled at us.
be apprehensive about [sth] adj + prep (be nervous about [sth])αγχώνομαι για κτ
  είμαι αγχωμένος για κτ ρ έκφρ
  με τρομάζει κτ, με φοβίζει κτ περίφρ
 I'm apprehensive about moving to Japan; I have never lived abroad before.
 Αγχώνομαι για τη μετακόμιση στην Ιαπωνία. Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό ποτέ άλλοτε.
argue about [sth],
argue about [sth] with [sb]
vi + prep
(disagree) (για κτ, με κπ για κάτι)μαλώνω, τσακώνομαι ρ αμ
  (πιο ήπιο)διαφωνώ ρ αμ
  (επίσημο: για κάτι)συζητώ εντόνως ρ αμ + επίρ
 My friend always argues about money with her husband.
 Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά.
argue endlessly over/about [sth] vi + adv figurative (disagree constantly)μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ έκφρ
  τσακώνομαι συνέχεια για κτ, τσακώνομαι διαρκώς για κτ έκφρ
 The two brothers argue endlessly over who is better at basketball.
ask [sb] about [sth] vtr (request information from [sb](για κτ, σχετικά με κτ)ρωτάω, ρωτώ ρ μ
  κάνω ερωτήσεις περίφρ
  ζητάω πληροφορίες περίφρ
 He asked his father about jobs in the factory.
 Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο.
ask about [sth] vi + prep (request information) (για κτ/σχετικά με κτ)ρωτάω, ρωτώ ρ αμ
  (σχετικά με κάτι, για κάτι)κάνω ερωτήσεις περίφρ
 The journalist was asking about the director's latest film.
 Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη.
at about adv (time: at approximately)περίπου, γύρω, πάνω κάτω επίρ
 Class starts at one, shall we meet at about quarter to?
authoritative on [sth],
authoritative about [sth]
adj + prep
(knowledgeable about) (όσον αφορά σε κάτι)αξιόπιστος επίθ
  (σε κάτι)αυθεντία ουσ θηλ
 My history teacher is particularly authoritative on the Tudor period.
a bad feeling about [sth/sb] n (misgivings)κακό προαίσθημα για κτ/κπ περίφρ
 I have a bad feeling about this place; I think we should leave.
bashed about adj UK (treated or handled roughly)κακομεταχειρίζομαι ρ μ
  (μόνο σωματική βία)χτυπάω, χτυπώ ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, συνεπώς απαιτείται περιφραστική απόδοση.
beat around the bush,
also UK: beat about the bush
v expr
figurative (avoid getting to the point)υπεκφεύγω ρ μ
  (μεταφορικά)το πάω γύρω-γύρω έκφρ
 Stop beating around the bush and give me the real reason!
beating around the bush,
beating about the bush
n
(not getting to the point)υπεκφυγή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)το να το πάω γύρω γύρω έκφρ
 All this beating around the bush is starting to annoy me; just say yes or no!
beef about [sth] vi + prep mainly US, slang (complain) (για κάτι)παραπονιέμαι, γκρινιάζω ρ αμ
 He's always beefing about work.
bellyache about [sth] vi + prep slang (complain about [sth])γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ
 Fred is always bellyaching about the long hours he has to work.
bicker about [sth],
bicker over [sth]
vi + prep
(quarrel about)μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ ρ αμ + πρόθ
 My brother and I often bicker over which TV channel we want to watch.
bitch about [sth] vi + prep vulgar, informal (complain about [sth])γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ
 The employees stood at the coffee machine and bitched about their pay.
 Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους.
bitch about [sb] vi + prep vulgar, informal (make nasty remarks about [sb](καθομιλουμένη, μεταφορικά)θάβω ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)κράζω ρ μ
 Petra's classmates bitched about her behind her back.
blab about [sth] vi + prep slang (divulge carelessly) (για κτ, σχετικά με κτ)κάνω αποκαλύψεις περίφρ
  (για κτ, σχετικά με κτ)προχωρώ σε αποκαλύψεις, προβαίνω σε αποκαλύψεις περίφρ
  (πιο απλά)μιλάω, μιλώ ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)ξερνάω ρ μ
 The secretary blabbed to the newspapers about her affair with her boss.
blabber about [sth] vi + prep informal (talk incessantly about)φλυαρώ για κτ ρ αμ + πρόθ
 Mrs. Wilson is always blabbering about what her neighbours are up to.
blather about [sth/sb] vi + prep (talk pointlessly about)φλυαρώ για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  μιλάω ακατάπαυστα για κτ/κπ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ/κπ έκφρ
 My dad likes to blather about football to anyone who will listen.
bleat about [sth] vi + prep figurative, pejorative (complain about)γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ
 There is no point in bleating about the weather; we can't change it.
blether,
blether about [sth/sb]
vi + prep
UK, regional (talk pointlessly about)φλυαρώ για κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
blog about [sth] vi + prep (write online diary about)γράφω μπλογκ για κτ έκφρ
  γράφω ιστολόγιο για κτ έκφρ
 Nadia blogs about her life as a new mother.
boast about [sth/sb] vi + prep (speak proudly) (για κάτι)καυχιέμαι ρ αμ
  περηφανεύομαι ρ αμ
  κομπάζω ρ αμ
 I'm so bored of Tom boasting about his new car.
 Jillian is boasting about her children again.
 Έχω βαρεθεί να ακούω τον Τομ να καυχιέται για το καινούριο του αυτοκίνητο.
 Η Τζίλιαν περηφανεύεται πάλι για τα παιδιά της.
boast about doing [sth] v expr (speak proudly about achieving [sth](ότι/πως ή για κάτι που έκανα)καυχιέμαι ρ αμ
  κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ
 Marcus often boasts about running the Boston Marathon last year.
 Ο Μάρκους καυχιέται συχνά ότι έτρεξε στον περσινό μαραθώνιο της Βοστώνης.
brag about [sth/sb] vi + prep (talk boastfully) (για κάτι)καυχιέμαι, κομπάζω ρ αμ
  περηφανεύομαι, υπερηφανεύομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)κοκορεύομαι ρ αμ
 He is always bragging about his wealth.
 Συνεχώς καυχιέται για τον πλούτο του.
brief [sb] on [sth],
brief [sb] about [sth]
vtr + prep
(apprise of) (κπ για κτ)ενημερώνω ρ μ
 The chief briefed his agents on the recent developments of the case.
 Ο αρχηγός ενημέρωσε τους πράκτορές του για τις πρόσφατες εξελίξεις της υπόθεσης.
brood over [sth],
brood about [sth]
vi + prep
(think too much about) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)κολλάω σε κτ, κολλάω με κτ ρ αμ + πρόθ
  σκέφτομαι υπερβολικά κτ ρ μ + επίρ
  υπεραναλύω ρ μ
 There is no point in brooding over things that have happened in the past.
 Jamie has been brooding about the outcome of last night's football game all morning.
 Δεν υπάρχει λόγος να υπεραναλύουμε πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν.
buttonhole [sb] about [sth] vtr + prep US, figurative, informal (accost, force to converse about) (μεταφορικά)στριμώχνω κπ και τον ρωτάω για κτ ρ μ
 The reporter buttonholed the congressman about budget cuts.
buzz,
buzz about [sth],
buzz for [sth]
n
figurative, informal (interest) (για κτ)ενδιαφέρον ουσ ουδ
  (γίνεται: για κτ)λόγος ουσ αρσ
 There has been a lot of buzz this season for plaid skirts.
be cagey about [sth] v expr (evade: an issue)είμαι μυστικοπαθής σχετικά με κτ έκφρ
  αποφεύγω να μιλήσω για κτ έκφρ
  αποφεύγω να αναφερθώ σε κτ έκφρ
 Why are you being cagey about your plans for tonight?
care about [sth] vi + prep (think is important)με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά αντων + ρ μ
 I care about the issue of global warming.
 Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
care about [sb] vi + prep (feel affection)νοιάζομαι για κπ ρ αμ + πρόθ
  νοιάζομαι κπ ρ μ
 Of course I want to spend more time with you. I care about you.
 Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.
careful to do [sth],
careful about doing [sth]
adj
(making sure to do [sth])προσέχω ρ αμ
 He is careful about locking the doors before he goes out.
 Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω.
caution [sb] about [sth] vtr + prep (warn)προειδοποιώ κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  προειδοποιώ κπ να μην κάνει κτ έκφρ
 The boss cautioned his employees about time-wasting.
clueless about [sth] adj + prep informal (uninformed)άσχετος με κτ επίθ + πρόθ
  που δεν έχει ιδέα από κτ περίφρ
 Don't ask me! I'm clueless about babies!
combine to bring about [sth] v expr (cause jointly)συντελώ στην πρόκληση περίφρ
  συμβάλλω στην πρόκληση περίφρ
 Opposition to the government and anger at the police combined to bring about the riots.
come clean about [sth] vi + adj informal (confess to [sth](καθομιλουμένη)μιλάω ανοιχτά για κτ έκφρ
  λέω, ομολογώ ρ μ
 You might feel better if you go to your boss and just come clean about what you did.
comment,
comment about [sth]
vi + prep
(make remarks)σχολιάζω ρ μ
 Audrey commented about the newspaper article.
 Η Ώντρευ σχολίασε το άρθρο της εφημερίδας.
complain about [sth/sb] vi + prep (find fault, express unhappiness)παραπονιέμαι για κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
  διαμαρτύρομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)γκρινιάζω για κτ/κπ, μουρμουρίζω για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
 She never stops complaining about her lazy, useless husband.
 He complained about the leak to his landlord.
 Ποτέ δε σταματά να παραπονιέται για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της.
 Ποτέ δε σταματά να γκρινιάζει (or: μουρμουρίζει) για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της.
concerned about [sth] adj + prep (worried about [sth])ανήσυχος για κτ επίθ + πρόθ
  προβληματισμένος με κτ, προβληματισμένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ
  που ανησυχεί για κτ, που προβληματίζεται για κτ περίφρ
 Tina is concerned about her weight and has decided to join a gym.
 Η Τίνα είναι προβληματισμένη με το βάρος της και αποφάσισε να ξεκινήσει γυμναστήριο.
couldn't care less about [sth],
could not care less about [sth]
v expr
informal (feel completely apathetic towards) (καθομιλουμένη)δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή έκφρ
  (καθομιλουμένη)σκασίλα μου έκφρ
 I couldn't care less about the tabloid headlines.
 Δεν δίνω δεκάρα τι λένε οι παλιοφυλλάδες!
 Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!
coy about [sth] adj + prep (evasive) (μεταφορικά)που κρύβει κτ, που κρύβεται για κτ περίφρ
  μυστικοπαθής σχετικά με κτ έκφρ
  (μεταφορικά)που κρατά το στόμα του κλειστό σχετικά με κτ έκφρ
  κρυψίνους σχετικά με κτ έκφρ
 Jennine stopped dyeing her hair and being coy about her age.
 The senator remained coy about his plans to run for governor.
 Η Τζένιν σταμάτησε να βάφει τα μαλλιά της και να κρύβει την ηλικία της.
 Ο γερουσιαστής παρέμεινε μυστικοπαθής σχετικά με τα σχέδιά του να κατέβει για κυβερνήτης.
crab about [sth] vi + prep informal (complain about)γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ ρ αμ + πρόθ
 You don't make the weather any better by crabbing about it.
crazy for [sb],
crazy about [sb]
adj + prep
slang (infatuated) (μεταροφικά)τρελός για κπ επίθ + πρόθ
 She thinks about him all the time because she is crazy for him.
 Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν.
crazy about [sth],
crazy for [sth]
adj + prep
slang (enthusiastic) (αργκό)τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)που τρελαίνεται για κτ περίφρ
 My youngest boy's just crazy about basketball.
 Ο μικρότερος γιος μου είναι τρελαμένος (or: πωρωμένος) με το μπάσκετ.
crow about [sth],
crow over [sth]
vi + prep
figurative, informal (brag about) (για κάτι)κοκορεύομαι ρ αμ
 Steve is crowing about his perfect test score.
 Ο Στηβ κοκορεύεται για τον άριστο βαθμό του στο διαγώνισμα.
cry about [sth/sb] vi + prep (shed tears for)κλαίω για κτ/κπ ρ αμ + προθ
 The little boy was crying about being punished. What on earth are you crying about?
 Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;
cry about [sth/sb],
cry over [sth/sb]
vi + prep
figurative (mourn, lament) (μεταφορικά)κλαίω ρ αμ
  χύνω δάκρυα περίφρ
 There is no point in crying about a situation you cannot change.
 Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.
curious about [sth] adj + prep (interested in [sth])που έχει περιέργεια για κτ περίφρ
  περίεργος για κτ επίθ + πρόθ
 Small children are curious about everything.
 Τα μικρά παιδιά είναι περίεργα για τα πάντα.
cut up about [sth] expr figurative, slang (upset)ταραγμένος με κτ, αναστατωμένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
  στενοχωρημένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ
  (αργκό, μεταφορικά)κομμάτια για κτ έκφρ
 Iris is really cut up about not being invited to her son's wedding.
 Η Ίριδα είναι κομμάτια που δεν είναι καλεσμένη στον γάμο του γιου της.
daft about [sth/sb] adj + prep mainly UK, informal (person: infatuated) (με κάποιον/κάτι)ξετρελαμένος, τρελαμένος μτχ πρκ
 Becca is totally daft about the new guy at work.
 Η Μπέκα είναι απόλυτα τρελαμένη με τον νέο συνάδελφό της.
daydream about [sth/sb] vi + prep (fantasize about)ονειρεύομαι ρ αμ
  φαντασιώνομαι ρ αμ
 I frequently daydream about living in a warmer climate.
disagree with [sb] about [sth] v expr (not agree) (με κάποιον για κάτι)διαφωνώ ρ αμ
 Alison disagreed with Mike about the best way to discipline their daughter.
 Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους.
discourse about [sth] vi + prep (discuss)συζητώ ρ μ
displeased with [sth],
displeased about [sth],
displeased at [sth]
adj + prep
(dissatisfied with, disapproving of)δυσαρεστημένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
 The king was displeased with his advisor's decision to dismiss several members of the court.
doubtful,
doubtful about [sth],
doubtful that
adj
(unconvinced, not sure)που έχει αμφιβολίες περίφρ
  που αμφιβάλλει περίφρ
 John is doubtful about whether he made the right choice.
 Ο Τζον έχει αμφιβολίες για το αν έκανε τη σωστή επιλογή.
 Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή.
dream of [sth],
dream about [sth]
vi + prep
(daydream) (μεταφορικά: μελλοντική εικόνα)ονειρεύομαι ρ μ
  (παρελθοντική εικόνα)αναπολώ ρ μ
 All day long, she dreamed of their honeymoon.
 Ονειρευόταν τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα.
 Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα.
dream of [sth],
dream about [sth]
vi + prep
(fantasize)ονειρεύομαι ρ μ
  φαντασιώνομαι, φαντασιώνω ρ μ
 She dreams about becoming an astronaut.
 Ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης.
 Φαντασιώνεται (or: φαντασιώνει) ότι θα γίνει αστροναύτης.
educate [sb] about [sth] vtr (inform, enlighten)ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  μιλάω σε κπ για κτ περίφρ
 The doctor educated us about the dangers of antibiotics.
 Ο γιατρός μας ενημέρωσε για τους κινδύνους των αντιβιοτικών.
emphatic about [sth] adj + prep (adamant, determined)αποφασισμένος σχετικά με κτ έκφρ
  αποφασισμένος να κάνω κτ έκφρ
 Jeff was emphatic about making the change.
enlighten [sb] about [sth] vtr + prep figurative (explain or clarify to) (κπ σχετικά με κτ)διαφωτίζω ρ μ
  (κάποιον για κάτι)ενημερώνω ρ μ
  (κάτι σε κάποιον)εξηγώ ρ μ
 Would somebody please enlighten me about whatever is going on here!
enlighten [sb] about [sth] vtr + prep figurative (inform) (κπ σχετικά με κτ)διαφωτίζω ρ μ
  (κάποιον για κάτι)ενημερώνω ρ μ
  (κάτι σε κάποιον)εξηγώ ρ μ
 Ray is an expert on French existentialism, so he can enlighten you about that branch of philosophy.
enthuse over [sth],
enthuse about [sth]
vi + prep
(show enthusiasm)ενθουσιάζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 Arthur came home from the science museum enthusing about the new mineral exhibit.
enthusiastic about [sth] adj + prep (keen, hopeful) (με κτ)ενθουσιασμένος μτχ πρκ
  (μτφ, καθομ: για κτ)ξετρελαμένος μτχ πρκ
  ξεσηκωμένος μτχ πρκ
 I'm not enthusiastic about the new tax system.
 Δεν είμαι ενθουσιασμένη με το νέο φορολογικό σύστημα.
enthusiastic about doing [sth] expr (excited to do [sth])ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ περίφρ
 Tony's very enthusiastic about starting college.
 Ο Τόνυ είναι πολύ ενθουσιασμένος που θα ξεκινήσει το πανεπιστήμιο.
eulogize about [sth],
also UK: eulogise about [sth]
vi + prep
(speak in praise of)εγκωμιάζω, εξυμνώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)παινεύω ρ μ
 Brent eulogized at length about the benefits of a vegan diet.
evangelize about [sth] vi + prep figurative (enthuse about [sth])διακηρύσσω ρ μ
  (καθομιλουμένη)βροντοφωνάζω ρ μ
  (σπάνιο)ευαγγελίζομαι ρ μ
Επόμενα 100 Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bum about στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bum about».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!