Phrasal verbs about | around |
arse about, arse around vi phrasal | vulgar, informal, UK (behave in a frivolous way) | χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ |
bandy [sth] about, bandy about [sth], bandy [sth] around, bandy around [sth] vtr phrasal sep | (spread ideas about [sth/sb]) | διαδίδω ρ μ |
bang around, also UK: bang about vi phrasal | (move about clumsily) | περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση. Δίδεται η ερμηνεία του όρου για ευκολότερη απόδοση. |
| The baby woke up in the middle of the night, crying, because Joe was banging around in the kitchen. |
bang on about [sth] vi phrasal + prep | UK, informal (talk insistently about [sth]) | μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ ρ αμ + πρόθ |
| | φλυαρώ για κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | δεν βάζω γλώσσα μέσα για κτ έκφρ |
| Tanya is always banging on about how awful her boss is. |
| Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της. |
bat [sth] around, also UK: bat [sth] about vtr phrasal sep | figurative, informal (discuss casually) (κάποιο θέμα) | κουβεντιάζω ρ μ |
be on about [sth] vi phrasal + prep | UK, slang (talk incessantly) (καθομιλουμένη) | τσαμπουνάω ρ αμ |
| What on earth are you on about? |
| Τι στο καλό μου τσαμπουνάς; |
beat about vi phrasal | (search thoroughly, scour) | ψάχνω ρ μ |
blunder about, blunder around vi phrasal | (move clumsily) | κινούμαι αδέξια ρ αμ + επίρ |
Σχόλιο: Το ρήμα «κινούμαι» μπορεί να αντικατασταθεί με άλλο κατάλληλο ρήμα που δηλώνει κίνηση. |
boss [sb] around, boss around [sb], also UK: boss [sb] about, boss about [sb] vtr phrasal sep | informal (order about) | διατάζω ρ μ |
| | δίνω διαταγές σε κπ περίφρ |
| | διατάζω τους πάντες περίφρ |
| My manager likes to boss people around. |
| Στο διευθυντή μου αρέσει να δίνει διαταγές σε όλους. |
bring [sth] about, bring about [sth] vtr phrasal sep | (cause) | φέρνω, πραγματοποιώ ρ μ |
| (όχι για άνθρωπο) | έχω ως αποτέλεσμα περίφρ |
| | οδηγώ σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | επιφέρω ρ αμ |
| He promised that he would bring about change. |
| Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές. |
button up about [sth] vi phrasal + prep | figurative, slang (keep silent) | δεν βγάζω λέξη για κτ έκφρ |
| | δεν λέω τίποτα για κτ έκφρ |
| | κρατάω το στόμα μου κλειστό για κτ έκφρ |
| You'd better button up about the missing cookies. |
| Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν. |
cast about vi phrasal | (search) | ψάχνω ρ αμ |
| As time wore on and Audrey still hadn't found her glasses, she began to cast about desperately. |
cast about for [sth] vi phrasal + prep | figurative (seek) | ψάχνω ρ μ |
| | αναζητώ ρ μ |
| | γυρεύω ρ μ |
| I'm casting about for some really good example sentences. |
clown around, also UK: clown about vi phrasal | informal (play the fool, behave in a silly way) | χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ |
| | κάνω τον καραγκιόζη έκφρ |
| One can never take him seriously; he's always clowning around. |
come about vi phrasal | (happen) | προκύπτω, συμβαίνω ρ αμ |
| Dave's idea to start his own business came about after he lost his job. |
| Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
come about vi phrasal | (nautical: tack) | ορτσάρω ρ μ |
| The yacht came about. |
| Το ιστιοφόρο ορτσάρισε. |
cut up about [sth] vi phrasal + prep | US, figurative, slang (make jokes about) | αστειεύομαι για κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω πλάκα για κτ έκφρ |
| The girls were cutting up about their embarrassing parents. |
drone on about [sth] vi phrasal + prep | (talk boringly about [sth]) | φλυαρώ για κτ, μακρηγορώ για κτ ρ αμ + πρόθ |
| (αργκό: κάποιον) | πρήζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| Clive was droning on about his problems at work. |
fart around, also UK: fart about vi phrasal | vulgar, informal (spend time foolishly) (αργκό, χυδαίο) | μαλακίζομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη, άκομψο) | κωλοβαράω ρ αμ |
fiddle around, also UK: fiddle about vi phrasal | informal (waste time doing [sth] trivial) | χαζολογάω, χαζολογώ ρ αμ |
| He began to fiddle around doing crossword puzzles, but soon noticed his English was improving. |
| Άρχισε να χαζολογάει λύνοντας σταυρόλεξα, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι τα Αγγλικά του βελτιώθηκαν. |
fiddle around with [sth], also UK: fiddle about with [sth] vi phrasal + prep | informal (play absent-mindedly with) (μεταφορικά: με κάτι) | παίζω ρ μ |
| She fiddled around with the things on her desk while I was talking. |
fiddle around with [sth], also UK: fiddle about with [sth] vi phrasal + prep | informal (alter or adjust unhelpfully) (μεταφορικά) | πειράζω ρ μ |
| | παίζω ρ αμ |
| He loved to fiddle about with old cars, but never actually fixed them up. |
flail around, also UK: flail about vi phrasal | (thrash about) | κουνιέμαι απότομα ρ αμ + επίρ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κοπανιέμαι, χτυπιέμαι ρ αμ |
float around, float about vi phrasal | (idea: widely discussed) (για ιδέα) | συζητιέμαι ρ αμ |
float around, float about vi phrasal | (be somewhere unknown) | βρίσκομαι ρ αμ |
| | περιφέρομαι ρ αμ |
| (μεταφορικά: άτομα) | βόσκω ρ αμ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
fool around, fool about vi phrasal | informal (act in silly way) | παίζω, χαζολογάω ρ αμ |
| (καθομιλουμένη, άκομψο) | κωλοβαράω ρ αμ |
| (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό) | μαλακίζομαι ρ αμ |
| The teacher told Bobby to stop fooling around in class. |
| Ο δάσκαλος είπε στον Μπόμπι να σταματήσει να χαζολογάει στην τάξη. |
fool around, fool about vi phrasal | informal (not be productive) (καθομιλουμένη) | χασομερώ, χαζολογάω ρ αμ |
| (ανεπίσημο, άκομψο) | κωλοβαράω ρ αμ |
| (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό) | μαλακίζομαι ρ αμ |
| The boss doesn't like people fooling around when they should be working. |
| Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν. |
f*** around, also UK: f*** about vi phrasal | vulgar, offensive!!, informal (waste time) | χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ ρ αμ |
| (μεταφορικά) | σκοτώνω την ώρα μου έκφρ |
| Stop f***ing about and get on with your work! |
| Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τη δουλειά σου! |
fumble around, UK: fumble about vi phrasal | (do things clumsily) | κάνω κτ αδέξια ρ μ + επίρ |
| | προσπαθώ να κάνω κτ έκφρ |
| (μεταφορικά) | παλεύω να κάνω κτ έκφρ |
| | παλεύω με κτ έκφρ |
| He's fumbling around in the kitchen; can't you hear the noise? |
| Κάτι προσπαθεί να κάνει στην κουζίνα. Δεν ακούς τον θόρυβο; |
gad around [sth], gad about [sth] vtr phrasal insep | (wander or travel around a place) | τριγυρίζω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | περιπλανιέμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| We decided to gad around town for a while. |
get around, also UK: get round, get about vi phrasal | informal (circulate) | κυκλοφορώ, μαθαίνομαι ρ αμ |
| When word got around that she was baking cookies, all the children appeared at her door. |
| Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της. |
go around, also UK: go round, go about vi phrasal | (illness: be transmitted) | κυκλοφορώ ρ αμ |
| There's a nasty strain of flu going around. |
| Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη. |
go around, also UK: go round, go about vi phrasal | (be in a state habitually) | κάνω ρ αμ |
| | συμπεριφέρομαι ρ αμ |
| (εμφάνιση) | κυκλοφορώ ρ αμ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις. |
| He goes around looking filthy. |
| She goes about as if she owns the place. |
| Συμπεριφέρεται λες και είναι δικό της το μέρος. |
| Κυκλοφορεί σαν λέτσος. |
go around, also UK: go round, go about vi phrasal | figurative, informal (circulate, spread) (μεταφορικά) | κυκλοφορώ ρ αμ |
| There's a rumour going round that you're cheating on Tim. |
| Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ. |
hang around, also UK: hang about vi phrasal | informal (loiter) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Για την απόδοση χρησιμοποιείται ρήμα που να δηλώνει παραμονή σε ένα σημείο και να ταιριάζει με το συγκείμενο. |
| It's annoying when youths hang around at the bus stop intimidating customers. |
| Είναι ενοχλητικό όταν οι νεαροί κάθονται στη στάση και τρομάζουν τους πελάτες. |
hang around, also UK: hang about vi phrasal | informal (wait, be kept waiting) (καθομιλουμένη) | περιμένω ρ αμ |
| I hung around for 30 minutes but Steve didn't show up. |
hang around with [sb], also UK: hang about with [sb] vi phrasal + prep | informal (socialize with [sb]) (καθομιλουμένη) | κάνω παρέα με κπ περίφρ |
| | συναναστρέφομαι ρ μ |
| | συναναστρέφομαι με κπ, σχετίζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| (λόγιο: άτομα κατώτερου επιπέδου) | συναγελάζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| Since Harvey started hanging around with a group of older boys, he is always getting in trouble. |
Σύνθετοι τύποι: about | around |
about to become [sth] v expr | (on the point of being) | που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί έκφρ |
| She is about to become the youngest scientist to win the Nobel Prize. |
| Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ. |
about to happen adj | (imminent) | που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί έκφρ |
| You want me to give you money? That's not about to happen. |
| Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. |
about-face, also UK: about-turn n | figurative (policy, opinion: reversal) | μεταβολή ουσ θηλ |
| Following a strong public outcry, the politician did an about-face regarding his position on global warming. |
| Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη. |
about-face, also UK: about-turn n | (military: turn) | μεταβολή ουσ θηλ |
| The soldier did an about-face and marched back into barracks. |
about-face, also UK: about-turn vi | (military: perform a turn) | κάνω μεταβολή ρ μ + ουσ θηλ |
| The privates about-turned at their sergeant's command. |
about-face, also UK: about-turn vi | (turn in opposite direction) | κάνω μεταβολή ρ μ + ουσ θηλ |
| | γυρίζω από την άλλη έκφρ |
| When Kai heard a bang behind him, he about-faced and gasped at what he saw. |
agonize over [sth], agonize about [sth], also UK: agonise over [sth], agonise about [sth] vi + prep | (struggle with decision) | ταλανίζομαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | βασανίζομαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| (πιο ήπιο) | προβληματίζομαι για κτ ρ αμ + πρόθ |
| (κάτι εμένα) | με ταλανίζει, με βασανίζει, με προβληματίζει αντων + ρ μ |
| I was very unsure about whether or not to give up my job and I agonised over the decision for weeks. |
agree with [sb] about [sth], agree with [sb] on [sth] v expr | (have same opinion about) | συμφωνώ με κπ για κτ περίφρ |
| (αν ακολουθεί αντωνυμία) | συμφωνώ μαζί ... για κτ περίφρ |
| (επίσημο) | είμαι της ίδιας άποψης με κπ για κτ περίφρ |
| We all agreed with Jack about the colour of the new chairs. |
| Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
all about adj | (on the topic of) | για σύνδ |
| | σε σχέση με, σχετικά με επίρ |
| I want to hear all about your trip. |
| Θέλω να ακούσω τα πάντα για το ταξίδι σου. |
| Θέλω να ακούσω τα πάντα σχετικά με το ταξίδι σου. |
all about adv | UK (all around a certain area) | γύρω, τριγύρω επίρ |
| The pickpocket looked all about to make sure nobody was watching. |
all about adj | informal (person: very interested in) | που ενδιαφέρεται πολύ για κτ περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | που τρελαίνεται για κτ περίφρ |
| (μεταφορικά) | που αγαπά κτ περίφρ |
| When Ben was little, he was all about football, but he's completely lost interest in it now. |
angry about [sth], angry at [sth] adj + prep | (cross about [sth]) (με κάτι, για κάτι) | θυμώνω ρ αμ |
| | είμαι θυμωμένος ρ έκφρ |
| He was angry about his son's failure. |
| Θύμωσε με την αποτυχία του γιου του. |
| Ήταν θυμωμένος για την αποτυχία του γιου του. |
be anxious about [sth] v expr | (be nervous about [sth]) | αισθάνομαι αγχωμένος για κτ περίφρ |
| | έχω άγχος για κτ περίφρ |
| Claire is anxious about her appointment with the dentist tomorrow. |
apathetic towards [sth], apathetic about [sth] adj + prep | (indifferent about) (για κτ, μπροστά σε κτ) | αδιάφορος επίθ |
| (μπροστά σε κτ) | απαθής επίθ |
| The receptionist seemed apathetic about her job and barely smiled at us. |
be apprehensive about [sth] adj + prep | (be nervous about [sth]) | αγχώνομαι για κτ |
| | είμαι αγχωμένος για κτ ρ έκφρ |
| | με τρομάζει κτ, με φοβίζει κτ περίφρ |
| I'm apprehensive about moving to Japan; I have never lived abroad before. |
| Αγχώνομαι για τη μετακόμιση στην Ιαπωνία. Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό ποτέ άλλοτε. |
argue about [sth], argue about [sth] with [sb] vi + prep | (disagree) (για κτ, με κπ για κάτι) | μαλώνω, τσακώνομαι ρ αμ |
| (πιο ήπιο) | διαφωνώ ρ αμ |
| (επίσημο: για κάτι) | συζητώ εντόνως ρ αμ + επίρ |
| My friend always argues about money with her husband. |
| Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
argue endlessly over/about [sth] vi + adv | figurative (disagree constantly) | μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ έκφρ |
| | τσακώνομαι συνέχεια για κτ, τσακώνομαι διαρκώς για κτ έκφρ |
| The two brothers argue endlessly over who is better at basketball. |
ask [sb] about [sth]⇒ vtr | (request information from [sb]) (για κτ, σχετικά με κτ) | ρωτάω, ρωτώ ρ μ |
| | κάνω ερωτήσεις περίφρ |
| | ζητάω πληροφορίες περίφρ |
| He asked his father about jobs in the factory. |
| Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο. |
ask about [sth] vi + prep | (request information) (για κτ/σχετικά με κτ) | ρωτάω, ρωτώ ρ αμ |
| (σχετικά με κάτι, για κάτι) | κάνω ερωτήσεις περίφρ |
| The journalist was asking about the director's latest film. |
| Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη. |
at about adv | (time: at approximately) | περίπου, γύρω, πάνω κάτω επίρ |
| Class starts at one, shall we meet at about quarter to? |
authoritative on [sth], authoritative about [sth] adj + prep | (knowledgeable about) (όσον αφορά σε κάτι) | αξιόπιστος επίθ |
| (σε κάτι) | αυθεντία ουσ θηλ |
| My history teacher is particularly authoritative on the Tudor period. |
a bad feeling about [sth/sb] n | (misgivings) | κακό προαίσθημα για κτ/κπ περίφρ |
| I have a bad feeling about this place; I think we should leave. |
bashed about adj | UK (treated or handled roughly) | κακομεταχειρίζομαι ρ μ |
| (μόνο σωματική βία) | χτυπάω, χτυπώ ρ μ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, συνεπώς απαιτείται περιφραστική απόδοση. |
beat around the bush, also UK: beat about the bush v expr | figurative (avoid getting to the point) | υπεκφεύγω ρ μ |
| (μεταφορικά) | το πάω γύρω-γύρω έκφρ |
| Stop beating around the bush and give me the real reason! |
beating around the bush, beating about the bush n | (not getting to the point) | υπεκφυγή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | το να το πάω γύρω γύρω έκφρ |
| All this beating around the bush is starting to annoy me; just say yes or no! |
beef about [sth] vi + prep | mainly US, slang (complain) (για κάτι) | παραπονιέμαι, γκρινιάζω ρ αμ |
| He's always beefing about work. |
bellyache about [sth] vi + prep | slang (complain about [sth]) | γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ |
| Fred is always bellyaching about the long hours he has to work. |
bicker about [sth], bicker over [sth] vi + prep | (quarrel about) | μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ ρ αμ + πρόθ |
| My brother and I often bicker over which TV channel we want to watch. |
bitch about [sth] vi + prep | vulgar, informal (complain about [sth]) | γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ |
| The employees stood at the coffee machine and bitched about their pay. |
| Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους. |
bitch about [sb] vi + prep | vulgar, informal (make nasty remarks about [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | θάβω ρ μ |
| (αργκό, μεταφορικά) | κράζω ρ μ |
| Petra's classmates bitched about her behind her back. |
blab about [sth] vi + prep | slang (divulge carelessly) (για κτ, σχετικά με κτ) | κάνω αποκαλύψεις περίφρ |
| (για κτ, σχετικά με κτ) | προχωρώ σε αποκαλύψεις, προβαίνω σε αποκαλύψεις περίφρ |
| (πιο απλά) | μιλάω, μιλώ ρ μ |
| (αργκό, μεταφορικά) | ξερνάω ρ μ |
| The secretary blabbed to the newspapers about her affair with her boss. |
blabber about [sth] vi + prep | informal (talk incessantly about) | φλυαρώ για κτ ρ αμ + πρόθ |
| Mrs. Wilson is always blabbering about what her neighbours are up to. |
blather about [sth/sb] vi + prep | (talk pointlessly about) | φλυαρώ για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ |
| | μιλάω ακατάπαυστα για κτ/κπ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ/κπ έκφρ |
| My dad likes to blather about football to anyone who will listen. |
bleat about [sth] vi + prep | figurative, pejorative (complain about) | γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ |
| There is no point in bleating about the weather; we can't change it. |
blether, blether about [sth/sb] vi + prep | UK, regional (talk pointlessly about) | φλυαρώ για κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
blog about [sth] vi + prep | (write online diary about) | γράφω μπλογκ για κτ έκφρ |
| | γράφω ιστολόγιο για κτ έκφρ |
| Nadia blogs about her life as a new mother. |
boast about [sth/sb] vi + prep | (speak proudly) (για κάτι) | καυχιέμαι ρ αμ |
| | περηφανεύομαι ρ αμ |
| | κομπάζω ρ αμ |
| I'm so bored of Tom boasting about his new car. |
| Jillian is boasting about her children again. |
| Έχω βαρεθεί να ακούω τον Τομ να καυχιέται για το καινούριο του αυτοκίνητο. |
| Η Τζίλιαν περηφανεύεται πάλι για τα παιδιά της. |
boast about doing [sth] v expr | (speak proudly about achieving [sth]) (ότι/πως ή για κάτι που έκανα) | καυχιέμαι ρ αμ |
| | κομπάζω, περηφανεύομαι ρ αμ |
| Marcus often boasts about running the Boston Marathon last year. |
| Ο Μάρκους καυχιέται συχνά ότι έτρεξε στον περσινό μαραθώνιο της Βοστώνης. |
brag about [sth/sb] vi + prep | (talk boastfully) (για κάτι) | καυχιέμαι, κομπάζω ρ αμ |
| | περηφανεύομαι, υπερηφανεύομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | κοκορεύομαι ρ αμ |
| He is always bragging about his wealth. |
| Συνεχώς καυχιέται για τον πλούτο του. |
brief [sb] on [sth], brief [sb] about [sth] vtr + prep | (apprise of) (κπ για κτ) | ενημερώνω ρ μ |
| The chief briefed his agents on the recent developments of the case. |
| Ο αρχηγός ενημέρωσε τους πράκτορές του για τις πρόσφατες εξελίξεις της υπόθεσης. |
brood over [sth], brood about [sth] vi + prep | (think too much about) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | κολλάω σε κτ, κολλάω με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | σκέφτομαι υπερβολικά κτ ρ μ + επίρ |
| | υπεραναλύω ρ μ |
| There is no point in brooding over things that have happened in the past. |
| Jamie has been brooding about the outcome of last night's football game all morning. |
| Δεν υπάρχει λόγος να υπεραναλύουμε πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. |
buttonhole [sb] about [sth] vtr + prep | US, figurative, informal (accost, force to converse about) (μεταφορικά) | στριμώχνω κπ και τον ρωτάω για κτ ρ μ |
| The reporter buttonholed the congressman about budget cuts. |
buzz, buzz about [sth], buzz for [sth] n | figurative, informal (interest) (για κτ) | ενδιαφέρον ουσ ουδ |
| (γίνεται: για κτ) | λόγος ουσ αρσ |
| There has been a lot of buzz this season for plaid skirts. |
be cagey about [sth] v expr | (evade: an issue) | είμαι μυστικοπαθής σχετικά με κτ έκφρ |
| | αποφεύγω να μιλήσω για κτ έκφρ |
| | αποφεύγω να αναφερθώ σε κτ έκφρ |
| Why are you being cagey about your plans for tonight? |
care about [sth] vi + prep | (think is important) | με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά αντων + ρ μ |
| I care about the issue of global warming. |
| Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
care about [sb] vi + prep | (feel affection) | νοιάζομαι για κπ ρ αμ + πρόθ |
| | νοιάζομαι κπ ρ μ |
| Of course I want to spend more time with you. I care about you. |
| Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα. |
careful to do [sth], careful about doing [sth] adj | (making sure to do [sth]) | προσέχω ρ αμ |
| He is careful about locking the doors before he goes out. |
| Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω. |
caution [sb] about [sth] vtr + prep | (warn) | προειδοποιώ κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | προειδοποιώ κπ να μην κάνει κτ έκφρ |
| The boss cautioned his employees about time-wasting. |
clueless about [sth] adj + prep | informal (uninformed) | άσχετος με κτ επίθ + πρόθ |
| | που δεν έχει ιδέα από κτ περίφρ |
| Don't ask me! I'm clueless about babies! |
combine to bring about [sth] v expr | (cause jointly) | συντελώ στην πρόκληση περίφρ |
| | συμβάλλω στην πρόκληση περίφρ |
| Opposition to the government and anger at the police combined to bring about the riots. |
come clean about [sth] vi + adj | informal (confess to [sth]) (καθομιλουμένη) | μιλάω ανοιχτά για κτ έκφρ |
| | λέω, ομολογώ ρ μ |
| You might feel better if you go to your boss and just come clean about what you did. |
comment, comment about [sth] vi + prep | (make remarks) | σχολιάζω ρ μ |
| Audrey commented about the newspaper article. |
| Η Ώντρευ σχολίασε το άρθρο της εφημερίδας. |
complain about [sth/sb] vi + prep | (find fault, express unhappiness) | παραπονιέμαι για κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| | διαμαρτύρομαι για κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | γκρινιάζω για κτ/κπ, μουρμουρίζω για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ |
| She never stops complaining about her lazy, useless husband. |
| He complained about the leak to his landlord. |
| Ποτέ δε σταματά να παραπονιέται για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της. |
| Ποτέ δε σταματά να γκρινιάζει (or: μουρμουρίζει) για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της. |
concerned about [sth] adj + prep | (worried about [sth]) | ανήσυχος για κτ επίθ + πρόθ |
| | προβληματισμένος με κτ, προβληματισμένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| | που ανησυχεί για κτ, που προβληματίζεται για κτ περίφρ |
| Tina is concerned about her weight and has decided to join a gym. |
| Η Τίνα είναι προβληματισμένη με το βάρος της και αποφάσισε να ξεκινήσει γυμναστήριο. |
couldn't care less about [sth], could not care less about [sth] v expr | informal (feel completely apathetic towards) (καθομιλουμένη) | δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | σκασίλα μου έκφρ |
| I couldn't care less about the tabloid headlines. |
| Δεν δίνω δεκάρα τι λένε οι παλιοφυλλάδες! |
| Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες! |
coy about [sth] adj + prep | (evasive) (μεταφορικά) | που κρύβει κτ, που κρύβεται για κτ περίφρ |
| | μυστικοπαθής σχετικά με κτ έκφρ |
| (μεταφορικά) | που κρατά το στόμα του κλειστό σχετικά με κτ έκφρ |
| | κρυψίνους σχετικά με κτ έκφρ |
| Jennine stopped dyeing her hair and being coy about her age. |
| The senator remained coy about his plans to run for governor. |
| Η Τζένιν σταμάτησε να βάφει τα μαλλιά της και να κρύβει την ηλικία της. |
| Ο γερουσιαστής παρέμεινε μυστικοπαθής σχετικά με τα σχέδιά του να κατέβει για κυβερνήτης. |
crab about [sth] vi + prep | informal (complain about) | γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ ρ αμ + πρόθ |
| You don't make the weather any better by crabbing about it. |
crazy for [sb], crazy about [sb] adj + prep | slang (infatuated) (μεταροφικά) | τρελός για κπ επίθ + πρόθ |
| She thinks about him all the time because she is crazy for him. |
| Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν. |
crazy about [sth], crazy for [sth] adj + prep | slang (enthusiastic) (αργκό) | τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | που τρελαίνεται για κτ περίφρ |
| My youngest boy's just crazy about basketball. |
| Ο μικρότερος γιος μου είναι τρελαμένος (or: πωρωμένος) με το μπάσκετ. |
crow about [sth], crow over [sth] vi + prep | figurative, informal (brag about) (για κάτι) | κοκορεύομαι ρ αμ |
| Steve is crowing about his perfect test score. |
| Ο Στηβ κοκορεύεται για τον άριστο βαθμό του στο διαγώνισμα. |
cry about [sth/sb] vi + prep | (shed tears for) | κλαίω για κτ/κπ ρ αμ + προθ |
| The little boy was crying about being punished. What on earth are you crying about? |
| Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις; |
cry about [sth/sb], cry over [sth/sb] vi + prep | figurative (mourn, lament) (μεταφορικά) | κλαίω ρ αμ |
| | χύνω δάκρυα περίφρ |
| There is no point in crying about a situation you cannot change. |
| Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις. |
curious about [sth] adj + prep | (interested in [sth]) | που έχει περιέργεια για κτ περίφρ |
| | περίεργος για κτ επίθ + πρόθ |
| Small children are curious about everything. |
| Τα μικρά παιδιά είναι περίεργα για τα πάντα. |
cut up about [sth] expr | figurative, slang (upset) | ταραγμένος με κτ, αναστατωμένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| | στενοχωρημένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| (αργκό, μεταφορικά) | κομμάτια για κτ έκφρ |
| Iris is really cut up about not being invited to her son's wedding. |
| Η Ίριδα είναι κομμάτια που δεν είναι καλεσμένη στον γάμο του γιου της. |
daft about [sth/sb] adj + prep | mainly UK, informal (person: infatuated) (με κάποιον/κάτι) | ξετρελαμένος, τρελαμένος μτχ πρκ |
| Becca is totally daft about the new guy at work. |
| Η Μπέκα είναι απόλυτα τρελαμένη με τον νέο συνάδελφό της. |
daydream about [sth/sb] vi + prep | (fantasize about) | ονειρεύομαι ρ αμ |
| | φαντασιώνομαι ρ αμ |
| I frequently daydream about living in a warmer climate. |
disagree with [sb] about [sth] v expr | (not agree) (με κάποιον για κάτι) | διαφωνώ ρ αμ |
| Alison disagreed with Mike about the best way to discipline their daughter. |
| Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους. |
discourse about [sth] vi + prep | (discuss) | συζητώ ρ μ |
displeased with [sth], displeased about [sth], displeased at [sth] adj + prep | (dissatisfied with, disapproving of) | δυσαρεστημένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| The king was displeased with his advisor's decision to dismiss several members of the court. |
doubtful, doubtful about [sth], doubtful that adj | (unconvinced, not sure) | που έχει αμφιβολίες περίφρ |
| | που αμφιβάλλει περίφρ |
| John is doubtful about whether he made the right choice. |
| Ο Τζον έχει αμφιβολίες για το αν έκανε τη σωστή επιλογή. |
| Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή. |
dream of [sth], dream about [sth] vi + prep | (daydream) (μεταφορικά: μελλοντική εικόνα) | ονειρεύομαι ρ μ |
| (παρελθοντική εικόνα) | αναπολώ ρ μ |
| All day long, she dreamed of their honeymoon. |
| Ονειρευόταν τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα. |
| Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα. |
dream of [sth], dream about [sth] vi + prep | (fantasize) | ονειρεύομαι ρ μ |
| | φαντασιώνομαι, φαντασιώνω ρ μ |
| She dreams about becoming an astronaut. |
| Ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης. |
| Φαντασιώνεται (or: φαντασιώνει) ότι θα γίνει αστροναύτης. |
educate [sb] about [sth]⇒ vtr | (inform, enlighten) | ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | μιλάω σε κπ για κτ περίφρ |
| The doctor educated us about the dangers of antibiotics. |
| Ο γιατρός μας ενημέρωσε για τους κινδύνους των αντιβιοτικών. |
emphatic about [sth] adj + prep | (adamant, determined) | αποφασισμένος σχετικά με κτ έκφρ |
| | αποφασισμένος να κάνω κτ έκφρ |
| Jeff was emphatic about making the change. |
enlighten [sb] about [sth] vtr + prep | figurative (explain or clarify to) (κπ σχετικά με κτ) | διαφωτίζω ρ μ |
| (κάποιον για κάτι) | ενημερώνω ρ μ |
| (κάτι σε κάποιον) | εξηγώ ρ μ |
| Would somebody please enlighten me about whatever is going on here! |
enlighten [sb] about [sth] vtr + prep | figurative (inform) (κπ σχετικά με κτ) | διαφωτίζω ρ μ |
| (κάποιον για κάτι) | ενημερώνω ρ μ |
| (κάτι σε κάποιον) | εξηγώ ρ μ |
| Ray is an expert on French existentialism, so he can enlighten you about that branch of philosophy. |
enthuse over [sth], enthuse about [sth] vi + prep | (show enthusiasm) | ενθουσιάζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ |
| Arthur came home from the science museum enthusing about the new mineral exhibit. |
enthusiastic about [sth] adj + prep | (keen, hopeful) (με κτ) | ενθουσιασμένος μτχ πρκ |
| (μτφ, καθομ: για κτ) | ξετρελαμένος μτχ πρκ |
| | ξεσηκωμένος μτχ πρκ |
| I'm not enthusiastic about the new tax system. |
| Δεν είμαι ενθουσιασμένη με το νέο φορολογικό σύστημα. |
enthusiastic about doing [sth] expr | (excited to do [sth]) | ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ περίφρ |
| Tony's very enthusiastic about starting college. |
| Ο Τόνυ είναι πολύ ενθουσιασμένος που θα ξεκινήσει το πανεπιστήμιο. |
eulogize about [sth], also UK: eulogise about [sth] vi + prep | (speak in praise of) | εγκωμιάζω, εξυμνώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | παινεύω ρ μ |
| Brent eulogized at length about the benefits of a vegan diet. |
evangelize about [sth] vi + prep | figurative (enthuse about [sth]) | διακηρύσσω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | βροντοφωνάζω ρ μ |
| (σπάνιο) | ευαγγελίζομαι ρ μ |